- ὀνομαστήν
- ὀνομαστήςautumatormasc acc sg (attic epic ionic)ὀνομαστόςnamedfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κακοΐλιος — Κακοΐλιος, ἡ (Α) το δυστυχισμένο, το άτυχο, το κακοπαθημένο Ίλιον («ᾤχετ ἐποψόμενος Κακοΐλιον οὐκ ὀνομαστήν», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek